Σκύλλα, η, ουσ. [<αρχ. Σκύλλα], η Σκύλλα·
- απ’ τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, βλ. φρ. πέφτω απ’ τη Σκύλλα στη Χάρυβδη·
- βρίσκομαι ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη, βρίσκομαι σε πολύ δυσχερή θέση, σε ιδιαίτερα αδιέξοδη κατάσταση: «βρίσκεται ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη ο καημένος, γιατί απ’ τη μια πρέπει να βρει λεφτά για να σώσει το σπίτι του, που το ’χε βάλει κάποτε υποθήκη για ένα δάνειο, απ’ την άλλη του κάνουν έξωση απ’ το κατάστημά του για λόγους ιδιοχρησίας»·   
- πέφτω απ’ τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, πέφτω  από ένα κακό σε άλλο χειρότερο: «η έντονη εγκληματικότητα απ’ τη μια και η ασύδοτη διακίνηση των ναρκωτικών απ’ την άλλη, κάνει τη νεολαία μας να πέφτει από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη». Αναφορά στο μυθικό θαλάσσιο τέρας που μαζί με τη Χάρυβδη αποτελούσαν τον τρόμο και το φόβο των ναυτικών, πιθανόν στο στενό μεταξύ Σικελίας και Ιταλία και την οποία, σύμφωνα με την Οδύσσεια, τη σκότωσε ο Οδυσσέας·